οργιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οργιαστικός | η | οργιαστική | το | οργιαστικό |
| γενική | του | οργιαστικού | της | οργιαστικής | του | οργιαστικού |
| αιτιατική | τον | οργιαστικό | την | οργιαστική | το | οργιαστικό |
| κλητική | οργιαστικέ | οργιαστική | οργιαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οργιαστικοί | οι | οργιαστικές | τα | οργιαστικά |
| γενική | των | οργιαστικών | των | οργιαστικών | των | οργιαστικών |
| αιτιατική | τους | οργιαστικούς | τις | οργιαστικές | τα | οργιαστικά |
| κλητική | οργιαστικοί | οργιαστικές | οργιαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οργιαστικός < αρχαία ελληνική ὀργιαστικός
Επίθετο
οργιαστικός, -ή, -ό
- σχετικός με όργια
- οργιαστικές τελετές προς τιμήν του Διονύσου και άλλων θεοτήτων
- (μεταφορικά) εξαιρετικά ανεπτυγμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.