όργιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | όργιο | τα | όργια |
| γενική | του | οργίου & όργιου |
των | οργίων |
| αιτιατική | το | όργιο | τα | όργια |
| κλητική | όργιο | όργια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όργιο < αρχαία ελληνική ὄργια, συγγενές με το ἔργον
Ουσιαστικό
όργιο ουδέτερο
- λατρεία στην οποία οι πιστοί χορεύουν και τραγουδούν ξέφρενα
- διονυσιακά όργια
- ομαδική σεξουαλική δραστηριότητα
- μεγάλη ποσότητα, πληθωρική παρουσία ενός πράγματος
- όργιο βλάστησης, όργιο χρωμάτων (και κακόσημα) όργιο παρανομιών
- (αργκό) χαρακτηρισμός για άνθρωπο που θεωρείται ανίκανος, απαράδεκτος, ασυνάρτητος ή απρόβλεπτος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.