naming

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

naming (en)

  1. η τελετή με την οποία δίνεται ένα όνομα σε ένα πρόσωπο
  2. η ονοματοδοσία, η ονομασία (η ενέργεια)
  3. η ενέργεια του κατονομάζω

Επίθετο

naming (en)

  • σχετικός με τη διαδικασία της απόδοσης ονόματος σε ένα πρόσωπο ή πράγμα

Ρηματικός τύπος

naming (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.