βαθύρριζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαθύρριζος | η | βαθύρριζη | το | βαθύρριζο |
| γενική | του | βαθύρριζου | της | βαθύρριζης | του | βαθύρριζου |
| αιτιατική | τον | βαθύρριζο | τη | βαθύρριζη | το | βαθύρριζο |
| κλητική | βαθύρριζε | βαθύρριζη | βαθύρριζο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαθύρριζοι | οι | βαθύρριζες | τα | βαθύρριζα |
| γενική | των | βαθύρριζων | των | βαθύρριζων | των | βαθύρριζων |
| αιτιατική | τους | βαθύρριζους | τις | βαθύρριζες | τα | βαθύρριζα |
| κλητική | βαθύρριζοι | βαθύρριζες | βαθύρριζα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαθύρριζος < αρχαία ελληνική βαθύρριζος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
βαθύρριζος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.