apaçık
Τουρκικά (tr)
Ετυμολογία
- apaçık < (με αναδιπλασιασμό) a-p- + açık
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɑ.pɑ.t͡ʃɯk/
Επίθετο
apaçık (tr)
- (επιτατικό επίθετο) εντελώς ανοιχτός, ορθάνοιχτος
- (επιτατικό επίθετο) εντελώς προφανής, πασιφανής
- (επιτατικό επίθετο) εντελώς ολοφάνερος, ξεκάθαρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.