-πώλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -πώλης οι -πώλες
      γενική του -πώλη των -πωλών
    αιτιατική τον -πώλη τους -πώλες
     κλητική -πώλη -πώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-πώλης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -πώλης < πωλῶ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpo.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -πώλης

Επίθημα

-πώλης αρσενικό (θηλυκό -πώλισσα)

  • -πωλείο
  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πώλης στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -πώλης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.