οινοπνευματομέτρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οινοπνευματομέτρηση οι οινοπνευματομετρήσεις
      γενική της οινοπνευματομέτρησης των οινοπνευματομετρήσεων
    αιτιατική την οινοπνευματομέτρηση τις οινοπνευματομετρήσεις
     κλητική οινοπνευματομέτρηση οινοπνευματομετρήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οινοπνευματομέτρηση < οινόπνευμα + -ο- + μέτρηση

Ουσιαστικό

οινοπνευματομέτρηση θηλυκό

  1. η μέτρηση με οινοπνευματόμετρο της ποσότητας αλκοόλ στο αίμα (για τη διάγνωση της μέθης)
  2. η μέτρηση με οινοπνευματόμετρο της περιεκτικότητας σε οινόπνευμα των αλκοολούχων ποτών

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.