αλκοολομετρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλκοολομετρία οι αλκοολομετρίες
      γενική της αλκοολομετρίας των αλκοολομετριών
    αιτιατική την αλκοολομετρία τις αλκοολομετρίες
     κλητική αλκοολομετρία αλκοολομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλκοολομετρία < αλκοόλ + -ο- + -μετρία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

αλκοολομετρία θηλυκό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.