οινοπνευματομετρητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οινοπνευματομετρητής | οι | οινοπνευματομετρητές |
| γενική | του | οινοπνευματομετρητή | των | οινοπνευματομετρητών |
| αιτιατική | τον | οινοπνευματομετρητή | τους | οινοπνευματομετρητές |
| κλητική | οινοπνευματομετρητή | οινοπνευματομετρητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οινοπνευματομετρητής < οινοπνεύματ(ος) + -ο- + -μετρητής
Μεταφράσεις
οινοπνευματομετρητής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.