οικοπεδοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | οικοπεδοποιώ | οικοπεδοποιούσα | θα οικοπεδοποιώ | να οικοπεδοποιώ | οικοπεδοποιώντας | |
| β' ενικ. | οικοπεδοποιείς | οικοπεδοποιούσες | θα οικοπεδοποιείς | να οικοπεδοποιείς | (οικοπεδοποίει) | |
| γ' ενικ. | οικοπεδοποιεί | οικοπεδοποιούσε | θα οικοπεδοποιεί | να οικοπεδοποιεί | ||
| α' πληθ. | οικοπεδοποιούμε | οικοπεδοποιούσαμε | θα οικοπεδοποιούμε | να οικοπεδοποιούμε | ||
| β' πληθ. | οικοπεδοποιείτε | οικοπεδοποιούσατε | θα οικοπεδοποιείτε | να οικοπεδοποιείτε | οικοπεδοποιείτε | |
| γ' πληθ. | οικοπεδοποιούν(ε) | οικοπεδοποιούσαν(ε) | θα οικοπεδοποιούν(ε) | να οικοπεδοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | οικοπεδοποίησα | θα οικοπεδοποιήσω | να οικοπεδοποιήσω | οικοπεδοποιήσει | ||
| β' ενικ. | οικοπεδοποίησες | θα οικοπεδοποιήσεις | να οικοπεδοποιήσεις | οικοπεδοποίησε | ||
| γ' ενικ. | οικοπεδοποίησε | θα οικοπεδοποιήσει | να οικοπεδοποιήσει | |||
| α' πληθ. | οικοπεδοποιήσαμε | θα οικοπεδοποιήσουμε | να οικοπεδοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | οικοπεδοποιήσατε | θα οικοπεδοποιήσετε | να οικοπεδοποιήσετε | οικοπεδοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | οικοπεδοποίησαν οικοπεδοποιήσαν(ε) |
θα οικοπεδοποιήσουν(ε) | να οικοπεδοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω οικοπεδοποιήσει | είχα οικοπεδοποιήσει | θα έχω οικοπεδοποιήσει | να έχω οικοπεδοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις οικοπεδοποιήσει | είχες οικοπεδοποιήσει | θα έχεις οικοπεδοποιήσει | να έχεις οικοπεδοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει οικοπεδοποιήσει | είχε οικοπεδοποιήσει | θα έχει οικοπεδοποιήσει | να έχει οικοπεδοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε οικοπεδοποιήσει | είχαμε οικοπεδοποιήσει | θα έχουμε οικοπεδοποιήσει | να έχουμε οικοπεδοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε οικοπεδοποιήσει | είχατε οικοπεδοποιήσει | θα έχετε οικοπεδοποιήσει | να έχετε οικοπεδοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν οικοπεδοποιήσει | είχαν οικοπεδοποιήσει | θα έχουν οικοπεδοποιήσει | να έχουν οικοπεδοποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
οικοπεδοποιώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.