ογκώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ογκώδης η ογκώδης το ογκώδες
      γενική του ογκώδους της ογκώδους του ογκώδους
    αιτιατική τον ογκώδη την ογκώδη το ογκώδες
     κλητική ογκώδη(ς) ογκώδης ογκώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ογκώδεις οι ογκώδεις τα ογκώδη
      γενική των ογκωδών των ογκωδών των ογκωδών
    αιτιατική τους ογκώδεις τις ογκώδεις τα ογκώδη
     κλητική ογκώδεις ογκώδεις ογκώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ογκώδης < αρχαία ελληνική ὀγκώδης < ὄγκος + -ώδης

Επίθετο

ογκώδης, -ης, -ες

  1. που έχει μεγάλο όγκο
  2. πολυπληθής
ογκωδέστατος
ογκωδώς
ογκωδέστατα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.