ογκωδέστερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ογκωδέστερος | η | ογκωδέστερη | το | ογκωδέστερο |
| γενική | του | ογκωδέστερου | της | ογκωδέστερης | του | ογκωδέστερου |
| αιτιατική | τον | ογκωδέστερο | την | ογκωδέστερη | το | ογκωδέστερο |
| κλητική | ογκωδέστερε | ογκωδέστερη | ογκωδέστερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ογκωδέστεροι | οι | ογκωδέστερες | τα | ογκωδέστερα |
| γενική | των | ογκωδέστερων | των | ογκωδέστερων | των | ογκωδέστερων |
| αιτιατική | τους | ογκωδέστερους | τις | ογκωδέστερες | τα | ογκωδέστερα |
| κλητική | ογκωδέστεροι | ογκωδέστερες | ογκωδέστερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ογκωδέστερος < συγκριτικός βαθμός του ογκώδης, ογκώδ-εσ-τερος
Επίθετο
ογκωδέστερος, -η, -ο
- πιο ογκώδης
- ※ Τα θέματα των Μαθηματικών χαρακτηρίστηκαν τα δυσκολότερα και ογκωδέστερα όλων των ετών. (εφημερίδα Το Βήμα, 26/5/2013, σελ. Α36)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη όγκος
Μεταφράσεις
ογκωδέστερος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.