ξορκισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξορκισμένος η ξορκισμένη το ξορκισμένο
      γενική του ξορκισμένου της ξορκισμένης του ξορκισμένου
    αιτιατική τον ξορκισμένο την ξορκισμένη το ξορκισμένο
     κλητική ξορκισμένε ξορκισμένη ξορκισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξορκισμένοι οι ξορκισμένες τα ξορκισμένα
      γενική των ξορκισμένων των ξορκισμένων των ξορκισμένων
    αιτιατική τους ξορκισμένους τις ξορκισμένες τα ξορκισμένα
     κλητική ξορκισμένοι ξορκισμένες ξορκισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξορκισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξορκίζω

Μετοχή

ξορκισμένος, -η, -ο

Ουσιαστικό

ξορκισμένος αρσενικό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.