ξορκισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξορκισμός | οι | ξορκισμοί |
| γενική | του | ξορκισμού | των | ξορκισμών |
| αιτιατική | τον | ξορκισμό | τους | ξορκισμούς |
| κλητική | ξορκισμέ | ξορκισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ξορκισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.