εξαποδώ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εξαποδώ
<
από τη συνήχηση των λέξεων
έξω
+
από
+
εδώ
Ουσιαστικό
εξαποδώ
αρσενικό
άκλιτο
(
αποτρεπτικά
)
ο
διάβολος
, ο Σατανάς
Ταυτόσημο
εξαποδός
οξαποδώ
Μεταφράσεις
εξαποδώ
αγγλικά
:
deuce
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.