ξεπουλημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεπουλημένος η ξεπουλημένη το ξεπουλημένο
      γενική του ξεπουλημένου της ξεπουλημένης του ξεπουλημένου
    αιτιατική τον ξεπουλημένο την ξεπουλημένη το ξεπουλημένο
     κλητική ξεπουλημένε ξεπουλημένη ξεπουλημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεπουλημένοι οι ξεπουλημένες τα ξεπουλημένα
      γενική των ξεπουλημένων των ξεπουλημένων των ξεπουλημένων
    αιτιατική τους ξεπουλημένους τις ξεπουλημένες τα ξεπουλημένα
     κλητική ξεπουλημένοι ξεπουλημένες ξεπουλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.pu.liˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεπουλημένος

Μετοχή

ξεπουλημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.