ξεπουλάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεπουλάω < ξεπουλ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεπουλῶ < από τον αόριστο ή άλλο τύπο του (ελληνιστική κοινή ή μεταγενέστερη λέξη) ἐκπωλῶ με ἐκ > ξε- [1] < αρχαία ελληνική πωλέω-πωλῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.puˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεπουλάω

Ρήμα

ξεπουλάω/ξεπουλώ, αόρ.: ξεπούλησα, παθ.φωνή: ξεπουλιέμαι, π.αόρ.: ξεπουλήθηκα, μτχ.π.π.: ξεπουλημένος

  1. πουλάω όλο μου το εμπόρευμα
  2. πουλάω ως καταστηματάρχης ή γενικά ως έμπορος ένα προϊόν πολύ φτηνά
  3. (μεταφορικά) προδίδω κάτι σημαντικό, όπως μια αρχή ή αξία για μικρό αντάλλαγμα
    ξεπουλήθηκε η πατρίδα όσο όσο στις ξένες επιχειρήσεις

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις πουλάω και πωλώ

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.