ξεπουλημένο
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
ξεπουλημένο
- αιτιατική ενικού του ξεπουλημένος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ξεπουλημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.