ξενοδόχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ξενοδόχος οι ξενοδόχοι
      γενική του/της ξενοδόχου των ξενοδόχων
    αιτιατική τον/την ξενοδόχο τους/τις ξενοδόχους
     κλητική ξενοδόχε ξενοδόχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξενοδόχος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξενοδόχος < ελληνιστική κοινή ξενοδόχος < αρχαία ελληνική ξενοδόκος < ξενο- + -δόχος < δέχομαι

Ουσιαστικό

ξενοδόχος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ξενοδόχος < ελληνιστική κοινή ξενοδόχος < αρχαία ελληνική ξενοδόκος < ξενο- + -δόχος < δέχομαι

Ουσιαστικό

ξενοδόχος αρσενικό (θηλυκό ξενοδόχισσα)

  1. όπως στα νέα ελληνικά: (επάγγελμα) ξενοδόχος
    παραθέματα:  δείτε τις λέξεις ξενοδόχον και ξενοδόχους
  2. για σύζυγο ή σύντροφο ξενοδόχισσας

Κλιτικοί τύποι

Συγγενικά

  • ξενοδοχεῖον
  • ξενοδόχημα
  • ξενοδόχισσα
  • ξενοδοχῶ

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ξενοδόχος < ξενοδόκος, ξενο- + -δόχος < δέχομαι

Ουσιαστικό

ξενοδόχος αρσενικό

Συγγενικά

με θέμα ξενοδοχ-

  • ξενοδοχεῖον
  • ξενοδοχέω, ῶ
  • ξενοδοχία
  •  και δείτε τις λέξεις ξενοδόκος και ξεινοδόκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.