ξενοδόχους

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ξενοδόχους αρσενικό ή θηλυκό



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ξενοδόχους αρσενικό

  • αιτιατική πληθυντικού του ξενοδόχος
      Ανώνυμος, 13ος-15ος αιώνας, «Φλώριος και Πατζιαφλώρα»
    Έχε προαίρεσιν καλήν πάντα στοὺς ξενοδόχους,
    χάριν ἂς ἔχουν ἀπὸ σὲν καὶ σὺ νὰ ἐπαινῆσαι,
    μὴ ἀφήσῃς ὄνομα κακὸν, υἱέ, εἰς ξενοδοχεῖον.
    στίχοι 1152-1154 - Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669) - Κριαράς, Εμμανουήλ (επιμ.), Βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα [Βασική Βιβλιοθήκη, 2], Αετός, Αθήνα 1955, σ. 131-196.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.