ξαλαφρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξαλαφρωμένος | η | ξαλαφρωμένη | το | ξαλαφρωμένο |
| γενική | του | ξαλαφρωμένου | της | ξαλαφρωμένης | του | ξαλαφρωμένου |
| αιτιατική | τον | ξαλαφρωμένο | την | ξαλαφρωμένη | το | ξαλαφρωμένο |
| κλητική | ξαλαφρωμένε | ξαλαφρωμένη | ξαλαφρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξαλαφρωμένοι | οι | ξαλαφρωμένες | τα | ξαλαφρωμένα |
| γενική | των | ξαλαφρωμένων | των | ξαλαφρωμένων | των | ξαλαφρωμένων |
| αιτιατική | τους | ξαλαφρωμένους | τις | ξαλαφρωμένες | τα | ξαλαφρωμένα |
| κλητική | ξαλαφρωμένοι | ξαλαφρωμένες | ξαλαφρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξαλαφρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαλαφρώνω
Μετοχή
ξαλαφρωμένος, -η, -ο (& ξελαφρωμένος)
- ανακουφισμένος από ένα ψυχικό βάρος που έφυγε από τη ζωή μου
- Από τη μια στενοχωρήθηκα που την πλήγωσα, από την άλλη, όμως, νιώθω ξαλαφρωμένος που πήρε τέλος αυτή η σχέση
- ανακουφισμένος από ένα σωματικό βάρος ή ενόχληση που πέρασε
- Πήγαινα να σκάσω από το φούσκωμα, αλλά πήρα ένα χάπι και τώρα ευτυχώς νιώθω κάπως ξαλαφρωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.