ανακουφισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακουφισμένος η ανακουφισμένη το ανακουφισμένο
      γενική του ανακουφισμένου της ανακουφισμένης του ανακουφισμένου
    αιτιατική τον ανακουφισμένο την ανακουφισμένη το ανακουφισμένο
     κλητική ανακουφισμένε ανακουφισμένη ανακουφισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακουφισμένοι οι ανακουφισμένες τα ανακουφισμένα
      γενική των ανακουφισμένων των ανακουφισμένων των ανακουφισμένων
    αιτιατική τους ανακουφισμένους τις ανακουφισμένες τα ανακουφισμένα
     κλητική ανακουφισμένοι ανακουφισμένες ανακουφισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανακουφισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανακουφίζω

Μετοχή

ανακουφισμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη ανακουφίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.