ντουλάπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ντουλάπα | οι | ντουλάπες |
| γενική | της | ντουλάπας | των | ντουλαπών |
| αιτιατική | την | ντουλάπα | τις | ντουλάπες |
| κλητική | ντουλάπα | ντουλάπες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /duˈla.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντου‐λά‐πα
- τονικό παρώνυμο: ντουλαπά
Ουσιαστικό
ντουλάπα θηλυκό
- μεγάλο έπιπλο με πόρτα ή πορτόφυλλα στο οποίο κρεμιούνται ή τοποθετούνται ρούχα
Παράγωγα
- ντουλάπας
- ντουλαπίτσα (υποκοριστικό)
- πολυντουλάπα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ντουλάπι
- ιματιοθήκη
- ντουλαπάς (νεολογισμός, ανεπίσημο)
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
- ντουλάπα: κλιτικός τύπος
Πηγές
- ντουλάπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ντουλάπα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
