πορτόφυλλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορτόφυλλο τα πορτόφυλλα
      γενική του πορτόφυλλου των πορτόφυλλων
    αιτιατική το πορτόφυλλο τα πορτόφυλλα
     κλητική πορτόφυλλο πορτόφυλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πορτόφυλλο < πόρτα + -ο- + φύλλο

Ουσιαστικό

πορτόφυλλο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.