ντουλάπες

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ντουλάπες θηλυκό ή αρσενικό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ντουλάπα
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ντουλάπας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.