νταβραντισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νταβραντισμένος | η | νταβραντισμένη | το | νταβραντισμένο |
| γενική | του | νταβραντισμένου | της | νταβραντισμένης | του | νταβραντισμένου |
| αιτιατική | τον | νταβραντισμένο | την | νταβραντισμένη | το | νταβραντισμένο |
| κλητική | νταβραντισμένε | νταβραντισμένη | νταβραντισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νταβραντισμένοι | οι | νταβραντισμένες | τα | νταβραντισμένα |
| γενική | των | νταβραντισμένων | των | νταβραντισμένων | των | νταβραντισμένων |
| αιτιατική | τους | νταβραντισμένους | τις | νταβραντισμένες | τα | νταβραντισμένα |
| κλητική | νταβραντισμένοι | νταβραντισμένες | νταβραντισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νταβραντισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος νταβραντίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /da.vɾan.diˈzme.nos/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.