νταβραντίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νταβραντίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική davrandim (είμαι δραστήριος) + -ίζω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /da.vɾanˈdi.zo/
Ρήμα
νταβραντίζω, αόρ.: νταβράντισα, μτχ.π.π.: νταβραντισμένος, χωρίς παθητική φωνή
- ντραβραντώ
Συγγενικά
- νταβράντισμα
- νταβραντισμένος
- νταβραντώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | νταβραντίζω | νταβράντιζα | θα νταβραντίζω | να νταβραντίζω | νταβραντίζοντας | |
| β' ενικ. | νταβραντίζεις | νταβράντιζες | θα νταβραντίζεις | να νταβραντίζεις | νταβράντιζε | |
| γ' ενικ. | νταβραντίζει | νταβράντιζε | θα νταβραντίζει | να νταβραντίζει | ||
| α' πληθ. | νταβραντίζουμε | νταβραντίζαμε | θα νταβραντίζουμε | να νταβραντίζουμε | ||
| β' πληθ. | νταβραντίζετε | νταβραντίζατε | θα νταβραντίζετε | να νταβραντίζετε | νταβραντίζετε | |
| γ' πληθ. | νταβραντίζουν(ε) | νταβράντιζαν νταβραντίζαν(ε) |
θα νταβραντίζουν(ε) | να νταβραντίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νταβράντισα | θα νταβραντίσω | να νταβραντίσω | νταβραντίσει | ||
| β' ενικ. | νταβράντισες | θα νταβραντίσεις | να νταβραντίσεις | νταβράντισε | ||
| γ' ενικ. | νταβράντισε | θα νταβραντίσει | να νταβραντίσει | |||
| α' πληθ. | νταβραντίσαμε | θα νταβραντίσουμε | να νταβραντίσουμε | |||
| β' πληθ. | νταβραντίσατε | θα νταβραντίσετε | να νταβραντίσετε | νταβραντίστε | ||
| γ' πληθ. | νταβράντισαν νταβραντίσαν(ε) |
θα νταβραντίσουν(ε) | να νταβραντίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω νταβραντίσει | είχα νταβραντίσει | θα έχω νταβραντίσει | να έχω νταβραντίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις νταβραντίσει | είχες νταβραντίσει | θα έχεις νταβραντίσει | να έχεις νταβραντίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει νταβραντίσει | είχε νταβραντίσει | θα έχει νταβραντίσει | να έχει νταβραντίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε νταβραντίσει | είχαμε νταβραντίσει | θα έχουμε νταβραντίσει | να έχουμε νταβραντίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε νταβραντίσει | είχατε νταβραντίσει | θα έχετε νταβραντίσει | να έχετε νταβραντίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν νταβραντίσει | είχαν νταβραντίσει | θα έχουν νταβραντίσει | να έχουν νταβραντίσει |
| |
Μεταφράσεις
νταβραντίζω
|
|
Αναφορές
- νταβραντίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.