νοσοκομειοκεντρικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νοσοκομειοκεντρικός < νοσοκομεί(ο) + -ο- + κεντρικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /no.so.ko.mi.o.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐σο‐κο‐μει‐ο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
νοσοκομειοκεντρικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με το σύστημα που δίνει προτεραιότητα στα νοσοκομεία και τη θεραπεία της νόσου παρά στην πρόληψή της
- ※ Μόνο έτσι μπορούμε να ξεπεράσουμε τη διαχρονική στρέβλωση του ΕΣΥ που είναι ο νοσοκομειοκεντρικός και ιατροκεντρικός του χαρακτήρας (Μεταρρύθμιση του Συστήματος Υγείας με στόχο, καθολικότητα, ισότητα, αποτελεσματικότητα στη φροντίδα, government.gov.gr, 17/01/2017 )
Μεταφράσεις
νοσοκομειοκεντρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.