νοσοκομειοκεντρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοσοκομειοκεντρικός η νοσοκομειοκεντρική το νοσοκομειοκεντρικό
      γενική του νοσοκομειοκεντρικού της νοσοκομειοκεντρικής του νοσοκομειοκεντρικού
    αιτιατική τον νοσοκομειοκεντρικό τη νοσοκομειοκεντρική το νοσοκομειοκεντρικό
     κλητική νοσοκομειοκεντρικέ νοσοκομειοκεντρική νοσοκομειοκεντρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοσοκομειοκεντρικοί οι νοσοκομειοκεντρικές τα νοσοκομειοκεντρικά
      γενική των νοσοκομειοκεντρικών των νοσοκομειοκεντρικών των νοσοκομειοκεντρικών
    αιτιατική τους νοσοκομειοκεντρικούς τις νοσοκομειοκεντρικές τα νοσοκομειοκεντρικά
     κλητική νοσοκομειοκεντρικοί νοσοκομειοκεντρικές νοσοκομειοκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νοσοκομειοκεντρικός < νοσοκομεί(ο) + -ο- + κεντρικός

Προφορά

ΔΦΑ : /no.so.ko.mi.o.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νοσοκομειοκεντρικός

Επίθετο

νοσοκομειοκεντρικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.