προτεραιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προτεραιότητα οι προτεραιότητες
      γενική της προτεραιότητας των προτεραιοτήτων
    αιτιατική την προτεραιότητα τις προτεραιότητες
     κλητική προτεραιότητα προτεραιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προτεραιότητα < αρχαία ελληνική προτεραῖος

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.te.ɾeˈo.ti.ta/

Ουσιαστικό

προτεραιότητα θηλυκό

  1. το να προηγείται κάποιος ή κάτι έναντι άλλων, χρονικά ή σε σειρά, το να πρέπει ή να δικαιούται να αντιμετωπιστεί ή να εξυπηρετηθεί πρώτος
    οι γονείς με μικρά παιδιά εισέρχονται στο μουσείο κατά προτεραιότητα
  2. το να αξιολογείται κάποιος ή κάτι ως επείγον ή μεγαλύτερης σημασίας έναντι άλλων
    αυτή τη στιγμή τα εθνικά θέματα έχουν την προτεραιότητα στις κινήσεις της κυβέρνησης
  3. το δικαίωμα ενός οδηγού να στρίψει ή να διασχίσει το δρόμο πριν από ένα άλλο όχημα
    σε μια διασταύρωση προτεραιότητα έχει αυτός που έρχεται από τα δεξιά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.