νομάδας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νομάδας | οι | νομάδες |
| γενική | του | νομάδα | των | νομάδων |
| αιτιατική | τον | νομάδα | τους | νομάδες |
| κλητική | νομάδα | νομάδες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νομάδας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νομάδες (μετακινούμενοι βοσκοί, πληθυντικός του νομάς)
Ουσιαστικό
νομάδας αρσενικό (για το θηλυκό → δείτε τη λέξη νομάς)
- που ανήκει σε μια φυλή ή άλλο σύνολο ανθρώπων που δεν έχουν σταθερή κατοικία αλλά μετακινούνται διαρκώς μαζἰ με τα κοπάδια τους
Συγγενικά
- νομαδικός
- νομαδισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.