tidy
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtaɪdi/
- ⓘ
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | tidy |
| συγκριτικός | tidier |
| υπερθετικός | tidiest |
tidy (en)
- συγυρισμένος, νοικοκυρεμένος, περιποιημένος, που είναι τακτοποιημένο και με όλα σε τάξη
- τακτικός, νοικοκυρεμένος, αυτός που κρατά τα πράγματα τακτοποιημένα και σε τάξη
- ↪ a tidy man - τακτικός/νοικοκυρεμένος άνθρωπος
- (μόνο πριν από ουσιαστικό, ανεπίσημο) στρογγυλούτσικος, για ένα σημαντικό χρηματικό ποσό
- ↪ a tidy sum of money - ένα στρογγυλούτσικο ποσό
Συγγενικά
- tidily
- tidiness
Ρήμα
| ενεστώτας | tidy |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | tidies |
| αόριστος | tidied |
| παθητική μετοχή | tidied |
| ενεργητική μετοχή | tidying |
tidy (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τακτοποιώ, νοικοκυρεύω, συγυρίζω, κάνω κάτι να φαίνεται νοικοκυρεμένο βάζοντας τα πράγματα στη θέση που ανήκουν
Παράγωγα
Πηγές
- tidy (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- tidy (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 589, 689, 827, 832, 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: νοικοκυρεμένος, νοικοκυρεύω, περιποιημένος, στρογγυλούτσικος, συγυρίζω, τακτοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.