ménage
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| ménage | ménages |
Ουσιαστικό
ménage (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) το σπίτι, το νοικοκυριό
- (παρωχημένο) η τακτοποίηση, το νοικοκυριό, η λάτρα, η φασίνα
- (παρωχημένο) η οικονομία, η εξοικονόμηση
- το σπιτικό
- το σύνολο των δουλειών που χρειάζεται να γίνουν για να διατηρείται ένα νοικοκυριό καθαρό και τακτοποιημένο
- τα έπιπλα και τα κατσαρολικά ενός σπιτιού
- η κοινή ζωή
- το ζευγάρι, οικογένεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.