νοθευτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νοθευτής οι νοθευτές
      γενική του νοθευτή των νοθευτών
    αιτιατική τον νοθευτή τους νοθευτές
     κλητική νοθευτή νοθευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νοθευτής < νοθεύ(ω) + -τής. Διαφορετικό το ελληνιστικό νοθευτής (που αμφισβητεί τη γνησιότητα, που διαφθείρει)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /no.θeˈftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νοθευτής

Ουσιαστικό

νοθευτής αρσενικό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη νόθος

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νοθευτής οἱ νοθευταί
      γενική τοῦ νοθευτοῦ τῶν νοθευτῶν
      δοτική τῷ νοθευτ τοῖς νοθευταῖς
    αιτιατική τὸν νοθευτήν τοὺς νοθευτᾱ́ς
     κλητική ! νοθευτᾰ́ νοθευταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νοθευτᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  νοθευταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νοθευτής < νοθεύ(ω) -τής < νόθος, αγνώστου ετύμου

Ουσιαστικό

νοθευτής θηλυκό

Συγγενικά

  • ἀνόθευτος
  • εὐνόθευτος
  • νοθεία
  • νοθεῖος
  • νόθευσις
  • νοθεύω
  • νοθόω
  • ὑπονοθευτής

 και δείτε τη λέξη νόθος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.