νοθεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νοθεία | οι | νοθείες |
| γενική | της | νοθείας | των | νοθειών |
| αιτιατική | τη | νοθεία | τις | νοθείες |
| κλητική | νοθεία | νοθείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νοθεία < ελληνιστική νοθεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.