νοθεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νοθεία οι νοθείες
      γενική της νοθείας των νοθειών
    αιτιατική τη νοθεία τις νοθείες
     κλητική νοθεία νοθείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νοθεία < ελληνιστική νοθεία

Ουσιαστικό

νοθεία θηλυκό

  1. ο υποβιβασμός της ποιότητας ενός προϊόντος μέσω της ανάμειξής του με άλλο παρόμοιο αλλά κατώτερης ποιότητας
    κατηγορούνται τρεις για νοθεία στο λάδι
  2. η αλλοίωση ενός εκλογικού αποτελέσματος
    εκλογές βίας και νοθείας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.