νιπτήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
νιπτηρ-
ονομαστική νιπτήρ οἱ νιπτῆρες
      γενική τοῦ νιπτῆρος τῶν νιπτήρων
      δοτική τῷ νιπτῆρ τοῖς νιπτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν νιπτῆρ τοὺς νιπτῆρᾰς
     κλητική ! νιπτήρ νιπτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νιπτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  νιπτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νιπτήρ < νίπ(τω), παράλληλος τύπος του νίζω + -τήρ

Ουσιαστικό

νιπτήρ αρσενικό

  1. (κεραμική) αγγείο για να πλυθεί κάποιος, λεκάνη
  2. για την ελληνιστική σημασία από τη ζωή του Χριστού  δείτε τη λέξη Νιπτήρ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.