νίπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νίπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νίπτω < νίζω
Ρήμα
νίπτω (παθητική φωνή: νίπτομαι)
- (λόγιο) νίβω, νίφτω στη φράση νίπτω τας χείρας μου δεν αναλαμβάνω την ευθύνη για ό,τι πρόκειται να συμβεί
Πηγές
- νίπτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
νίπτω
- άλλη μορφή του νίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.