νεροχύτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεροχύτης οι νεροχύτες
      γενική του νεροχύτη των νεροχυτών
    αιτιατική τον νεροχύτη τους νεροχύτες
     κλητική νεροχύτη νεροχύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεροχύτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νεροχύτης. Συγχρονικά αναλύεται σε νερο- + χυ- (χύνω) + -της[1]
Μεταλλικός νεροχύτης με δύο γούρνες.

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.ɾoˈçi.tis/

Ουσιαστικό

νεροχύτης αρσενικό

  • σκεύος αποτελούμενο από βρύση και μία ή δύο γούρνες απ' όπου φεύγουν τα ακάθαρτα νερά της κουζίνας και καταλήγουν στο βόθρο.

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

νεροχύτης <νερο- (νερόν) + χυ- (χύνω) + -της. Η λέξη από το 15ο αιώνα[1]

Ουσιαστικό

νεροχύτης αρσενικό

  • οπή ή σωλήνας για να συγκεντρώνεται και να φεύγει το νερό

Αναφορές

  1. νεροχύτης -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.