νεροχύτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεροχύτης | οι | νεροχύτες |
| γενική | του | νεροχύτη | των | νεροχυτών |
| αιτιατική | τον | νεροχύτη | τους | νεροχύτες |
| κλητική | νεροχύτη | νεροχύτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεροχύτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νεροχύτης. Συγχρονικά αναλύεται σε νερο- + χυ- (χύνω) + -της[1]

Μεταλλικός νεροχύτης με δύο γούρνες.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.ɾoˈçi.tis/
Ουσιαστικό
νεροχύτης αρσενικό
- σκεύος αποτελούμενο από βρύση και μία ή δύο γούρνες απ' όπου φεύγουν τα ακάθαρτα νερά της κουζίνας και καταλήγουν στο βόθρο.
Μεταφράσεις
νεροχύτης
|
Αναφορές
- νεροχύτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Αναφορές
- νεροχύτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.