νεόπτωχων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
νεόπτωχων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του νεόπτωχος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του νεόπτωχος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νεόπτωχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.