νευροσπαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευροσπαστικός η νευροσπαστική το νευροσπαστικό
      γενική του νευροσπαστικού της νευροσπαστικής του νευροσπαστικού
    αιτιατική τον νευροσπαστικό τη νευροσπαστική το νευροσπαστικό
     κλητική νευροσπαστικέ νευροσπαστική νευροσπαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευροσπαστικοί οι νευροσπαστικές τα νευροσπαστικά
      γενική των νευροσπαστικών των νευροσπαστικών των νευροσπαστικών
    αιτιατική τους νευροσπαστικούς τις νευροσπαστικές τα νευροσπαστικά
     κλητική νευροσπαστικοί νευροσπαστικές νευροσπαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νευροσπαστικός < αρχαία ελληνική νευρόσπαστος + -ικός

Επίθετο

νευροσπαστικός, -η, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • νευροσπαστικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.