νεραγκούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νεραγκούλα | οι | νεραγκούλες |
| γενική | της | νεραγκούλας | — | |
| αιτιατική | τη | νεραγκούλα | τις | νεραγκούλες |
| κλητική | νεραγκούλα | νεραγκούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Νεραγκλούλα Ranunculus nemorosus.
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.ɾaŋˈɡu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ρα‐γκού‐λα
Ουσιαστικό
νεραγκούλα θηλυκό
- (φυτό, λουλούδι) πολυετές ποώδες καλλωπιστικό φυτό, του γένους Ranunculus, καθώς και το άνθος του
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
νεραγκούλα
|
Αναφορές
- νεραγκούλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.