ρεναγκούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεναγκούλα οι ρεναγκούλες
      γενική της ρεναγκούλας
    αιτιατική τη ρεναγκούλα τις ρεναγκούλες
     κλητική ρεναγκούλα ρεναγκούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεναγκούλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική ranuncolo < λατινική ranunculus  και δείτε τη λέξη νεραγκούλα

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾe.naŋˈɡu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρεναγκούλα

Ουσιαστικό

ρεναγκούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.