πολυετής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυετής η πολυετής το πολυετές
      γενική του πολυετούς* της πολυετούς του πολυετούς
    αιτιατική τον πολυετή την πολυετή το πολυετές
     κλητική πολυετή(ς) πολυετής πολυετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυετείς οι πολυετείς τα πολυετή
      γενική των πολυετών των πολυετών των πολυετών
    αιτιατική τους πολυετείς τις πολυετείς τα πολυετή
     κλητική πολυετείς πολυετείς πολυετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυετής < πολύ + έτος

Επίθετο

πολυετής, -ής, -ές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.