σωστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σωστικός | η | σωστική | το | σωστικό |
| γενική | του | σωστικού | της | σωστικής | του | σωστικού |
| αιτιατική | τον | σωστικό | τη | σωστική | το | σωστικό |
| κλητική | σωστικέ | σωστική | σωστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σωστικοί | οι | σωστικές | τα | σωστικά |
| γενική | των | σωστικών | των | σωστικών | των | σωστικών |
| αιτιατική | τους | σωστικούς | τις | σωστικές | τα | σωστικά |
| κλητική | σωστικοί | σωστικές | σωστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σωστικός < αρχαία ελληνική σῴζω
Επίθετο
σωστικός -ή -ό
- αυτός που είναι κατάλληλος για τη διάσωση ανθρώπων που κινδυνεύουν
- αυτός που χρησιμοποιείται για την προστασία από την καταστροφή ή τη φθορά
Εκφράσεις
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.