νηπιώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νηπιώδης η νηπιώδης το νηπιώδες
      γενική του νηπιώδους της νηπιώδους του νηπιώδους
    αιτιατική τον νηπιώδη τη νηπιώδη το νηπιώδες
     κλητική νηπιώδη(ς) νηπιώδης νηπιώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νηπιώδεις οι νηπιώδεις τα νηπιώδη
      γενική των νηπιωδών των νηπιωδών των νηπιωδών
    αιτιατική τους νηπιώδεις τις νηπιώδεις τα νηπιώδη
     κλητική νηπιώδεις νηπιώδεις νηπιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νηπιώδης < νήπιον + -ώδης

Επίθετο

νηπιώδης, -ης, -ες

  1. που αναφέρεται στα νήπια
  2. που ταιριάζει σε νήπια (και όχι σε ώριμους ανθρώπους)
    νηπιώδης πολιτική σκέψη

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.