νηπιοκόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η νηπιοκόμος οι νηπιοκόμοι
      γενική του/της νηπιοκόμου των νηπιοκόμων
    αιτιατική τον/τη νηπιοκόμο τους/τις νηπιοκόμους
     κλητική νηπιοκόμε νηπιοκόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νηπιοκόμος < νήπι(ο) + -ο- + -κόμος

Ουσιαστικό

νηπιοκόμος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) πρόσωπο που φροντίζει, που ανατρέφει, νήπια (πολύ μικρά παιδιά)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.