έπηλυς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έπηλυς < αρχαία ελληνική ἔπηλυς < ἐπέρχομαι
Επίθετο
έπηλυς, -υς, -υ
- (αρχαιοπρεπές) αλλοδαπός, ξένος, ξενοφερμένος, ξενόφερτος
- Οι κάτοικοι της περιοχής είναι γηγενείς, που ενισχύθηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας με επήλυδες, που έφτασαν εκεί κυνηγημένοι απ' τους Τούρκους
Μεταφράσεις
έπηλυς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.