μῆδος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

μῆδος < αρχαία ελληνική μέδω

Ουσιαστικό

μῆδος ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Ετυμολογία 2

μῆδος < αρχαία ελληνική μαδάω

Ουσιαστικό

μῆδος ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (επικός τύπος)

  • τα ανδρικά γεννητικά μόρια
    Ὀδυσσεὺς/ζώσατο μὲν ῥάκεσιν περὶ μήδεα (Όμηρος, Οδύσσεια, 18, 66-67)
    ὣς εἰπὼν θάμνων ὑπεδύσετο δῖος Ὀδυσσεύς,/ἐκ πυκινῆς δ᾿ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ/φύλλων, ὡς ῥύσαιτο περὶ χροῒ μήδεα φωτός (Όμηρος, Οδύσσεια, ζ 127-9)
    Είπε ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος και πρόβαλε απ᾿ τα θάμνα,/κι απ᾿ τον πυκνό το λόγγο ετσάκισε με το βαρύ του χέρι/κλωνάρι φουντωμένο, ολόγυρα να κρύψει την ντροπή του. (Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκη - Ἰ. Θ. Κακριδῆ)
  • τα αιδοία
  • η ουροδόχος κύστη, ούρα
    λαγόνων ἀπὸ μήδεα χεύῃ (Οππιανός ο εξ Απαμείας, Κυνηγετικά, 4, 441)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.