Μήδεια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Μήδεια < αρχαία ελληνική Μήδεια < μέδω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmi.ði.a/
- τονικό παρώνυμο: Μηδία
- παρώνυμο: μύδια
Κύριο όνομα
Μήδεια θηλυκό
- αρχαίο γυναικείο όνομα
- (κατ’ επέκταση) η παιδοκτόνος
- τίτλος τραγωδιών, έργων όπερας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.