Μήδεια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Μήδεια < αρχαία ελληνική Μήδεια < μέδω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.ði.a/
τονικό παρώνυμο: Μηδία
παρώνυμο: μύδια

Κύριο όνομα

Μήδεια θηλυκό

  1. αρχαίο γυναικείο όνομα
    (ελληνική μυθολογία) κόρη του Αιήτη και σύζυγος του Ιάσονα, μητέρα του Μέρμερου και του Φέρητος
  2. (κατ’ επέκταση) η παιδοκτόνος
  3. τίτλος τραγωδιών, έργων όπερας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.