Ἐπιμηθεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἐπιμηθεύς οἱ Ἐπιμηθεῖς - Ἐπιμηθῆς*
      γενική τοῦ Ἐπιμηθέως τῶν Ἐπιμηθέων
      δοτική τῷ Ἐπιμηθεῖ τοῖς Ἐπιμηθεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἐπιμηθέ τοὺς Ἐπιμηθέᾱς
     κλητική ! Ἐπιμηθεῦ Ἐπιμηθεῖς - Ἐπιμηθῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐπιμηθ1 ή Ἐπιμηθεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Ἐπιμηθέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἐπιμηθεύς < ἐπί + (αρχαία ελληνική) μῆδος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Ἐπιμηθεύς αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.