Ἐπιμηθεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἐπιμηθεύς | οἱ | Ἐπιμηθεῖς - Ἐπιμηθῆς* |
| γενική | τοῦ | Ἐπιμηθέως | τῶν | Ἐπιμηθέων |
| δοτική | τῷ | Ἐπιμηθεῖ | τοῖς | Ἐπιμηθεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | Ἐπιμηθέᾱ | τοὺς | Ἐπιμηθέᾱς |
| κλητική ὦ! | Ἐπιμηθεῦ | Ἐπιμηθεῖς - Ἐπιμηθῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐπιμηθῆ1 ή Ἐπιμηθεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἐπιμηθέοιν | ||
| * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἐπιμηθεύς < ἐπί + (αρχαία ελληνική) μῆδος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
Ἐπιμηθεύς αρσενικό
- Προμηθεύς
-
Επιμηθέας στη Βικιπαίδεια

- Ο αστεροειδής 1810 Επιμηθεύς (1810 Epimetheus), που ανακαλύφθηκε το 1960, που πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο Τιτάνα
Πηγές
- Ἐπιμηθεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἐπιμηθεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.