μύρτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μύρτο | τα | μύρτα |
| γενική | του | μύρτου | των | μύρτων |
| αιτιατική | το | μύρτο | τα | μύρτα |
| κλητική | μύρτο | μύρτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- μύρτο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μύρτον (ουδέτερο), τύπος του μύρτος (θηλυκό).[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmiɾ.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μύρ‐το
- τονικό παρώνυμο: Μυρτώ
Ουσιαστικό
μύρτο ουδέτερο
- (φρούτο) ο καρπός της μυρτιάς
- Τα μύρτα τρώγονται ωμά και γίνονται μ' αυτά εξαιρετικές μαρμελάδες. (Από το Διαδίκτυο)
- (στον πληθυντικό: ανατομία) τμήματα του παρθενικού υμένα που παραμένουν μετά τη ρήξη του υμένα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μύρτο
|
|
Ετυμολογία 2
- μύρτο : κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
μύρτο θηλυκό
Ομώνυμα / Ομόηχα
Αναφορές
- μύρτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.